entrampado - ορισμός. Τι είναι το entrampado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι entrampado - ορισμός


entrampado      
Sinónimos
adjetivo
1) empeñado: empeñado, alcanzado, atrasado
2) deudor: deudor, debido
entrampar      
entrampar
1 tr. Hacer caer a alguien en una trampa. prnl. Meterse o caer en una trampa.
2 tr. *Engañar.
3 *Enredar un asunto. Embrollar.
4 Gravar alguien con *deudas su hacienda.
5 intr. y, más frec., prnl. Contraer deudas.
desentrampar      
desentrampar tr. y, más frec., prnl. Dejar [o quedar] libre de trampas o deudas. *Desempeñar[se].
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για entrampado
1. Por el miedo a verse entrampado nunca pedía préstamos o sobregiraba su cuenta corriente.
2. Entrampado en una maraña técnica y tras proclamar pestes de la fábrica más poderosa del paddock , la cúpula directiva de las motos del ala dorada vetó a Biaggi y prometió que nunca volvería a pilotar una de sus motos.
3. "No vemos otra forma de buscar soluciones, pero para eso debe haber desprendimiento de estas autoridades, del presidente (Mesa) y (de los presidentes) del Senado y de (la cámara de) Diputados, que han entrampado la agenda política", remarcó el líder indígena.
Τι είναι entrampado - ορισμός